κιχλισμος

κιχλισμος
    κιχλισμός
     [κιχλίζω II] поедание дроздов, по друг. [κιχλίζω I] смех, хохот Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κιχλισμος" в других словарях:

  • κιχλισμός — κιχλισμός, ὁ (Α) [κιχλίζω] ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κιχλισμός — tittering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχλισμοῖς — κιχλισμός tittering masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχλισμῶν — κιχλισμός tittering masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχλισμόν — κιχλισμός tittering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλισμός — γιγγλισμός, ο (Α) 1. το γαργάλημα 2. το φίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση τού γίγγρος} …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»